εγκριτικός

εγκριτικός
-ή, -ό
1. που εγκρίνεται, ο άξιος έγκρισης, παραδεκτός.
2. διακεκριμένος, διαπρεπής, επίλεκτος: Είναι έγκριτος γιατρός της πόλης μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκριτικός — ή, ό αυτός που δίνει έγκριση ή επιδοκιμασία («εγκριτική απόφαση», «εγκριτικό σημείωμα») …   Dictionary of Greek

  • επιδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία, εγκριτικός: Ακούστηκαν επιδοκιμαστικά σχόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”