- εγκριτικός
- -ή, -ό1. που εγκρίνεται, ο άξιος έγκρισης, παραδεκτός.2. διακεκριμένος, διαπρεπής, επίλεκτος: Είναι έγκριτος γιατρός της πόλης μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.